γλαύκωμα

γλαύκωμα
Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση της οπτικής οξύτητας και απώλεια μέρους του οπτικού πεδίου. Μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη τύφλωση. Υπάρχουν τρείς μορφές της νόσου: το πρωτοπαθές γ., άγνωστης συχνά αιτιολογίας, που διακρίνεται στο γ. κλειστής γωνίας (οξύ) και γ. ανοιχτής γωνίας (χρόνιο), το δευτεροπαθές γ. επακόλουθο προηγούμενων παθήσεων των οφθαλμών που προκαλούν αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (όπως το φακολυτικό γ. που αποτελεί επιπλοκή του καταρράκτη) και το συγγενές γ. Η θεραπευτική αγωγή είναι συντηρητική (τοπική ή και συστηματική φαρμακευτική αγωγή) και αν δεν αποδίδει, τότε εφαρμόζεται η χειρουργική μέθοδος (μηχανική ή με χρήση laser).
* * *
το (AM γλαύκωμα)
πάθηση τού οφθαλμού κατά την οποία ο κρυσταλλώδης φακός γίνεται αδιαφανής, καταρράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκούμαι ή απευθείας < γλαυκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλαύκωμα — opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαύκωμα — το ασθένεια των ματιών: Πάσχει από χρόνιο γλαύκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαυκωμάτων — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώμασι — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώματα — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώματος — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκωματικός — ή, ό (AM γλαυκωματικός, ή, όν) [γλαύκωμα] αυτός που πάσχει από γλαύκωμα …   Dictionary of Greek

  • γλαυκώ — γλαυκῶ ( όω) (Α) 1. δίνω σε κάτι το γλαυκό χρώμα 2. παθ. γλαυκοῡμαι πάσχω από γλαύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το παθ. γλαυκούμαι χρησιμοποιήθηκε στην ιατρική ορολογία αρχικά από τον Ιπποκράτη, εξαιτίας τού χρώματος που παίρνει το μάτι όταν… …   Dictionary of Greek

  • Glaucoma — Classification and external resources Acute angle closure glaucoma of the right eye. Note the mid sized pupil, which was nonreactive to light, and injection of the conjunctiva. ICD 10 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”